- τετρααιθυλεστέρας
- ο, Νφρ. «πυροφωσφορικός τετρααιθυλεστέρας»χημ. βλ. πυροφωσφορικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυροφωσφορικός — ή, ό, Ν φρ. α) «πυροφωσφορική θειαμίνη» (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τής καρβοξυλάσης β) «πυροφωσφορικό οξύ» χημ. ονομασία ενός οξέος τού φωσφόρου που προκύπτει από τη συμπύκνωση δύο μορίων φωσφορικού οξέος με ταυτόχρονη αποβολή ενός μορίου νερού… … Dictionary of Greek